κρυφοσμίγω

κρυφοσμίγω
1. μετ. помогать, способствовать тайной встрече (чаще любовной);
2. αμετ тайно встречаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρυφοσμίγω" в других словарях:

  • κρυφοσμίγω — 1. (αμτβ.) ανταμώνω κάποιον κρυφά 2. (μτβ.) διευκολύνω την κρυφή συνάντηση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»